μεταβιβαστικός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός με τον οποίο γίνεται η μεταβίβαση («μεταβιβαστικό έγγραφο»)
2. γραμμ. «μεταβιβαστικά ρήματα» — τα ρήματα που σημαίνουν ότι την ενέργεια δεν τήν εκτελεί το ίδιο το υποκείμενο, αλλά άλλο πρόσωπο κατά παραγγελία ή κατ' εντολή του υποκειμένου, π.χ. ποτίζω = κάνω ή βάζω κάποιον να πιει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταβιβάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Π. Καλλιγά].