μαυριτανικός

From LSJ
Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό Μαυριτανία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μαυριτανία και στους Μαυριτανούς («μαυριτανική τέχνη»)
2. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τη Μαυριτανία.