μαυριτανικός

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό Μαυριτανία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μαυριτανία και στους Μαυριτανούς («μαυριτανική τέχνη»)
2. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τη Μαυριτανία.