μιλησιακός
From LSJ
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μιλησιακός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μίλητο ή αυτός που προέρχεται από τη Μίλητο
2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Μιλησιακά
τίτλος έργου του Αριστείδου του Μιλησίου το οποίο αποτελούνταν από σύντομα διηγήματα με ερωτικό ή πειρακτικό περιεχόμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μίλητος + κατάλ. -ιακός, με συριστικοποίηση του -τ- πριν από -ι-].