μιλησιακός

From LSJ
Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μιλησιακός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μίλητο ή αυτός που προέρχεται από τη Μίλητο
2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Μιλησιακά
τίτλος έργου του Αριστείδου του Μιλησίου το οποίο αποτελούνταν από σύντομα διηγήματα με ερωτικό ή πειρακτικό περιεχόμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μίλητος + κατάλ. -ιακός, με συριστικοποίηση του -τ- πριν από -ι-].