μοργή

From LSJ
Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

German (Pape)

[Seite 207] ἡ, μοργίον, s. L, für μορτή, μορτίον.

Greek (Liddell-Scott)

μοργή: ἡ, διάφ. γραφὴ ἀντὶ μορτή, Πολυδ. Ζ΄, 151.

Greek Monolingual

μοργή (Α)
μορτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφ γρφ. του μορτή.