μήκυνση

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469

Greek Monolingual

η (Α μήκυνσις) μηκύνω
(στην προσωδία) η έκταση βραχέος φωνήεντος σε μακρό, η επέκταση
νεοελλ.
η επιμήκυνση, το μάκρεμα.