γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules
-η, -ο (Α ἀκλάδευτος, -ον) κλαδεύωαυτός που δεν έχει κλαδευτεί«ακλάδευτο αμπέλι»νεοελλ.ο αμόρφωτοςμσν.αυτός που δεν έχει κλαδιά.