αμπέλι

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek Monolingual

το
1. τόπος φυτεμένος με κλήματα, συστάδα κλημάτων, αμπελώνας
2. το φυτό της αμπέλου, το κλήμα
3. οινοφόρος αμπελώνας
4. φρ. «πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι», για κάποιον που πέθανε, χάθηκε άδικα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ἀμπέλιν < αρχ. ἀμπέλιον υποκορ. του ἄμπελος.
ΠΑΡ. αμπελάκι, αμπελάς, αμπελήσιος, αμπελιά, αμπελιάτικα, αμπελώνας.
ΣΥΝΘ. Ως α΄ συνθ. αμπελάνθισμα, αμπελαξίνα, αμπελόβεργα, αμπελόβεργο, αμπελοβλάσταρο, αμπελόκηπος, αμπελοκλάδεμα, αμπελοκλαδευτήρι, αμπελοκλαδευτής, αμπελοκλάδι, αμπελόκλημα, αμπελοκόπι, αμπελοκούτσουρο, αμπελομάνα, αμπελομάχαιρο, αμπελοπρίονο, αμπελόριζα, αμπελόσκαμμα, αμπελοστάφυλο, αμπελότρυγος, αμπελοτρύπανο, αμπελοφάσουλο, αμπελοχώραφο
ως β' συνθ. αγριάμπελο, παλιάμπελο, σταφυλάμπελο, σταφιδάμπελο, κρασάμπελο κ.ά.].