ακλάδευτος
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκλάδευτος, -ον) κλαδεύω
αυτός που δεν έχει κλαδευτεί
«ακλάδευτο αμπέλι»
νεοελλ.
ο αμόρφωτος
μσν.
αυτός που δεν έχει κλαδιά.