εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes
-η, -ο (Μ ἀκούρευτος, -ον) κουρεύωαυτός που δεν κουρεύτηκε, που δεν έκοψε τα μαλλιά τουνεοελλ.(για δέντρα ή φυτά) αυτός που δεν του αφαίρεσαν με ειδικό μηχάνημα τα περιττά κλαδιά ή φύλλωμα.