οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
-η, -ο (Μ ἀκούρευτος, -ον) κουρεύωαυτός που δεν κουρεύτηκε, που δεν έκοψε τα μαλλιά τουνεοελλ.(για δέντρα ή φυτά) αυτός που δεν του αφαίρεσαν με ειδικό μηχάνημα τα περιττά κλαδιά ή φύλλωμα.