ακυρίευτος

From LSJ
Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀκυρίευτος, -η, -ο και -ος, -ον) κυριεύω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κυριεύθηκε ή δεν μπορεί να κυριευθεί, να περιέλθει στην κυριαρχία κάποιου
2. αυτός που δεν καταλαμβάνεται από ηθικό πάθος
μσν.
αυτός που δεν έχει ή δεν ανέχεται κύριο, ελεύθερος, αδάμαστος.