αλβανικός
From LSJ
φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find
φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αλβανία και στους Αλβανούς
2. αυτός που προέρχεται από την Αλβανία
3. το θηλ. ως ουσ. η Αλβανική (ενν. γλώσσα)
η γλώσσα τών Αλβανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αλβανός.
ΠΑΡ. (νεοελλ). αλβανικά].