αλβανικός

From LSJ
Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αλβανία και στους Αλβανούς
2. αυτός που προέρχεται από την Αλβανία
3. το θηλ. ως ουσ. η Αλβανική (ενν. γλώσσα)
η γλώσσα τών Αλβανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αλβανός.
ΠΑΡ. (νεοελλ). αλβανικά].