αλβανικός

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αλβανία και στους Αλβανούς
2. αυτός που προέρχεται από την Αλβανία
3. το θηλ. ως ουσ. η Αλβανική (ενν. γλώσσα)
η γλώσσα τών Αλβανών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Αλβανός.
ΠΑΡ. (νεοελλ). αλβανικά].