αλβανικός

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αλβανία και στους Αλβανούς
2. αυτός που προέρχεται από την Αλβανία
3. το θηλ. ως ουσ. η Αλβανική (ενν. γλώσσα)
η γλώσσα τών Αλβανών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Αλβανός.
ΠΑΡ. (νεοελλ). αλβανικά].