ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox
ἀλεκτόρειος, -ον (ΑΜ) ἀλέκτωραυτός που ανήκει σε κόκορα ή κότα ή προέρχεται από αυτά.