περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law
ἄλφιτα, τα (Α)βλ. άλφιτον.[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. της λ. ἄλφι.ΠΑΡ. αρχ. ἄλφιτον.