άλφιτα

From LSJ

ἡ γὰρ συνήθεια δεινὴ τοῖς κατὰ μικρὸν ἐνοικειουμένοις πάθεσι πόρρω προαγαγεῖν τὸν ἄνθρωπον → for habituation has a strange power to lead men onward by a gradual familiarization of the feelings

Source

Greek Monolingual

ἄλφιτα, τα (Α)
βλ. άλφιτον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πληθ. της λ. ἄλφι.
ΠΑΡ. αρχ. ἄλφιτον.