Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
-οαυτός που άγει, που σύρει άμαξες.[ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + αγωγός].