αμέσως
From LSJ
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
Greek Monolingual
επίρρ. (Α ἀμέσως) ἄμεσος
1. δίχως τη μεσολάβηση κάποιου, απευθείας
2. δίχως τη μεσολάβηση χρονικού διαστήματος, δίχως χρονοτριβή, ευθύς.