αμπαρωτός

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

Greek Monolingual

-ή, -ό αμπαρώνω
αυτός που κλείνεται ή έχει κλειστεί με αμπάρα ή γενικότερα αυτός που κλείνεται με ασφάλεια.