αμφίγνωμος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο γνώμες, δίγνωμος, διστακτικός, αμφιταλαντευόμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -γνωμος < γνώμη].