διστακτικός

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διστακτικός Medium diacritics: διστακτικός Low diacritics: διστακτικός Capitals: ΔΙΣΤΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: distaktikós Transliteration B: distaktikos Transliteration C: distaktikos Beta Code: distaktiko/s

English (LSJ)

διστακτική, διστακτικόν, dubitative, uncertain, doubter, non-believer, expressive of doubt, ἔγκλισις, of the subjunctive, Sch.D.T.p.245H., cf. A.D. Synt.264.18. Adv. διστακτικῶς = dubiously, hesitantly Sch.E.Or.632, Sch.Il.1.100.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que indica o expresa duda οὐ καλεῖται τὸ «εἰ περιπατεῖς» διστακτικόν A.D.Synt.265.2, σύνδεσμος Hdn.Gr.2.110, φωνή Origenes Io.6.59, Basil.M.29.440C, λόγος Epiph.Const.Haer.73.1.7, προσρήματα Elias in Cat.110.13, ἔγκλισις ref. al valor condicional del subj., Sch.D.T.245.14, τὸ φαίνεται οὐ δ. Eust.434.41
subst. τὸ διστακτικόν = duda Olymp.in Alc.24.
2 adv. διστακτικῶς = de manera dubitativa ὁρμᾶσθαι Epiph.Const.Haer.73.1.7, λέγειν Sch.Er.Il.1.100a, cf. Sch.E.Or.632
de manera ambigua Steph.in Hp.Progn.36.33.

German (Pape)

[Seite 643] zum Zweifeln gehörig; bes. bei Gramm.; = einen Zweifel ausdrückend, Apoll. Dysc. synt. p. 264. – Adv., Schol. Il. 1, 100.

Russian (Dvoretsky)

διστακτικός: грам. выражающий сомнение или недостоверность, дубитативный или конъюнктивный.

Greek (Liddell-Scott)

διστακτικός: -ή, -όν, δισταγμὸν ἐκφράζων, Ἀπολλών. π. Συντ. σ. 261. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 632.

Greek Monolingual

και δισταχτικός, -ή, -ό (AM διστακτικός, -ή, -όν) διστάζω
αυτός που διστάζει, αναποφάσιστος.