αμυκλάδες
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
Greek Monolingual
αι αρχ.
γνωστά σ' ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο ανδρικά παπούτσια πολυτελείας, που κατασκευάζονταν στις Αμύκλες της Λακωνικής. Οι αμυκλάδες ή αμυκλαΐδες ήταν διακοσμημένες με μεταλλικά ποικίλματα και διακρίνονταν από το έντονο κόκκινο χρώμα τους. Τίς φορούσαν συνήθως οι φιλόσοφοι. Στο Λεξικό Σούδα αναφέρεται ότι ο Εμπεδοκλής έφερε «Ἀμυκλᾱδας χαλκᾱς».