αμυκλάδες
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
Greek Monolingual
αι αρχ.
γνωστά σ' ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο ανδρικά παπούτσια πολυτελείας, που κατασκευάζονταν στις Αμύκλες της Λακωνικής. Οι αμυκλάδες ή αμυκλαΐδες ήταν διακοσμημένες με μεταλλικά ποικίλματα και διακρίνονταν από το έντονο κόκκινο χρώμα τους. Τίς φορούσαν συνήθως οι φιλόσοφοι. Στο Λεξικό Σούδα αναφέρεται ότι ο Εμπεδοκλής έφερε «Ἀμυκλᾱδας χαλκᾱς».