ανακεφαλαίωση
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Greek Monolingual
η (Α ἀνακεφαλαίωσις) ἀνακεφαλαιοῡμαι, σύντομη επανάληψη των λόγων μου με τονισμό τών κύριων σημείων, περίληψη
νεοελλ.
ενσωμάτωση τών τόκων στο κεφάλαιο και ανατοκισμός του νέου ποσού.