ενσωμάτωση

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐνσωμάτωσις) ενσωματώ
η ενσάρκωση
νεοελλ.
συνένωση στοιχείων με άλλα ώστε να αποτελέσουν ένα σώμα.