αναντίλεκτος
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek Monolingual
-ο (Α ἀναντίλεκτος, -ον) ἀντιλέγω
αυτός που δεν επιδέχεται αντιλογία, αναμφισβήτητος, αναντίρρητος.