αναμφισβήτητος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναμφισβήτητος, -ον) ἀμφισβητῶ
αυτός που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, αδιαφιλονίκητος, αναμφίβολος, αναντίρρητος
αρχ.
1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν φιλονικεί, δεν λογομαχεί
2. «ἀναμφισβήτητος χώρα», θέση ορισμένη, γνωστή.