αντιλογία

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀντιλογία)
αμφισβήτηση, αντίρρηση
μσν.- νεοελλ.
απάντηση
νεοελλ.
φρ. «πνεύμα αντιλογίας» — ο αντιρρησίας
αρχ.
1. αντίφαση
2. συζήτηση υπόθεσης
3. διαφωνία
4. στον πληθ. αἱ ἀντιλογίαι
επιχειρήματα εναντίον των επιχειρημάτων άλλου.