Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
κάνω κάτι κυρτό, καμπυλώνω ή κυρτώνω εκ νέου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκυρτος.ΠΑΡ. ανακύρτωση].