ανακυρτώνω

From LSJ

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549

Greek Monolingual

κάνω κάτι κυρτό, καμπυλώνω ή κυρτώνω εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκυρτος.
ΠΑΡ. ανακύρτωση].