Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
-η, -ο (Α ἀνάρροπος, -ον) αναρρέπω1. αυτός που ρέπει, κλίνει προς τα άνω2. αυτός που υποχωρεί, που αποσύρεται.