δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely
1. ενεργ. καίω τον αέρα, ματαιοπονώ2. (μέσ., ανεμοκαίγομαι)καίγομαι απο φλογερό άνεμο, από τον λίβα (για σπαρτά).