ανθρωποφόρος

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek Monolingual

ἀνθρωποφόρος, -ον (AM) (αποδίδεται στον Χριστό)
αυτός που έχει φορέσει, που έχει περιβληθεί την ανθρώπινη σάρκα
«τὸ δεῑν προσκυνεῑν μὴ σάρκα θεοφόρον ἀλλά θεὸν ἀνθρωποφόρον» (Γρηγ. Ναζ.).