τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions
ἀνθρωπόγλωσσος, -ον (Α)(για τον παπαγάλο) αυτός που μιλά σαν άνθρωπος, που έχει ανθρώπινη λαλιά.