ανθρωπόγλωσσος
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
Greek Monolingual
ἀνθρωπόγλωσσος, -ον (Α)
(για τον παπαγάλο) αυτός που μιλά σαν άνθρωπος, που έχει ανθρώπινη λαλιά.
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
ἀνθρωπόγλωσσος, -ον (Α)
(για τον παπαγάλο) αυτός που μιλά σαν άνθρωπος, που έχει ανθρώπινη λαλιά.