ἀνθρωπόγλωσσος

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωπόγλωσσος Medium diacritics: ἀνθρωπόγλωσσος Low diacritics: ανθρωπόγλωσσος Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: anthrōpóglōssos Transliteration B: anthrōpoglōssos Transliteration C: anthropoglossos Beta Code: a)nqrwpo/glwssos

English (LSJ)

Att. ἀνθρωπόγλωττος, ον, speaking man's language, of the parrot, Arist.HA597b27.

Spanish (DGE)

-ον
que habla como un hombre del loro, Arist.HA 597b27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπόγλωσσος: Ἀττ. -ττος, ον, ὁ ὁμιλῶν ὡς ἄνθρωπος, ἐπὶ τοῦ ψιττακοῦ, τὸ Ἰνδικὸν ὄρνεονψιττάκη, τὸ λεγόμενον ἀνθρωπόγλωττον Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 12, 13.

Greek Monolingual

ἀνθρωπόγλωσσος, -ον (Α)
(για τον παπαγάλο) αυτός που μιλά σαν άνθρωπος, που έχει ανθρώπινη λαλιά.