ανθρωπάρεσκος

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνθρωπάρεσκος, -ον)
ο άνθρωπος που με κάθε τρόπο φροντίζει να γίνεται αρεστός στους άλλους, κόλακας, ευτελής.