ευτελής

From LSJ

περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law

Source

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐτελής, -ές)
1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος
2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο ελαττωματικός, ο πρόστυχος, ο παρακατιανός
3. (για πρόσ.) ποταπός, μηδαμινός, μικροπρεπής, χυδαίος, χαμερπής, ουδιτανός
μσν.
1. φτωχός, ταπεινός
2. αναξιόπιστος
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτελές
η ευτέλεια
2. απλός, ευχερής, εύκολος
3. (για στίχους, φράσεις, λέξεις) ασήμαντος
4. (για ποταμούς) μικρός, ασήμαντος
5. λιτός, αυτός που δεν είναι πλούσιος και άφθονος («εὐτελὴς ἦν [η δίαιτα]», Ξεν.).
επίρρ...
ευτελώς (Α εὐτελῶς)
σε χαμηλή τιμή, φθηνά
αρχ.
λιτά, χωρίς μεγάλη δαπάνη, φτωχικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. ευ + -τελής (< τέλος «αξία, τιμή»)
πρβλ. ατελής, υποτελής. Η κυριολεκτική σημασία «εύκολος στο να πληρωθεί» (πρβλ. το αντίθ. πολυ-τελής) εξελίχθηκε σε «ποιοτικά κατώτερος» (άρα φθηνός) και μεταφορικά «μικροπρεπής, χυδαίος»].