ἀνθρωπάρεσκος
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
English (LSJ)
[ᾰρ], ὁ, man-pleaser, LXX Ps.52(53).6, Ep.Eph.6.6,Ep.Col.3.22.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 el que pretende ganar el favor de los hombres, adulador LXX Ps.52.6, Ep.Eph.6.6, Ep.Col.3.22, 2Ep.Clem.13.1, Basil.M.31.1117B, Pall.V.Chrys.16 (M.47.55).
2 adv. -ως de modo grato a los hombres Pall.H.Laus.proem.1.
German (Pape)
[Seite 234] der Menschen zu gefallen sucht, N.T. u. K. S.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui veut plaire aux hommes, qui professe le respect humain.
Étymologie: ἄνθρωπος, ἀρέσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωπάρεσκος: угождающий людям NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπάρεσκος: ὁ, ὁ σπουδάζων ἀρέσκειν ἀνθρώποις, μὴ κατ’ ὀφθαλμούς, ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλ’ ὡς δοῦλοι Χριστοῦ Παύλ. Ἐπιστ. Πρὸς Ἐφ. ϛ΄, 6, πρὸς Κολ. γ΄, 22.
English (Strong)
from ἄνθρωπος and ἀρέσκω; man-courting, i.e. fawning: men-pleaser.
English (Thayer)
ἀνθρωπάρεσκον (ἄνθρωπος and ἄρεσκος agreeable, pleasing, insinuating; cf. εὐάρεσκος, δυσαρεσκος, ἀυταρεσκος in Lob. ad Phryn., p. 621); only in Biblical and ecclesiastical writings. (Winer's Grammar, 25): studying to please men, courting the favor of men: Ps. Sal. Psalm of Song of Solomon 4:8,10>).)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνθρωπάρεσκος, -ον)
ο άνθρωπος που με κάθε τρόπο φροντίζει να γίνεται αρεστός στους άλλους, κόλακας, ευτελής.
Greek Monotonic
ἀνθρωπάρεσκος: -ου, ὁ, αυτός που εναρεστεί τους ανθρώπους, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
a man-pleaser, NTest.
Chinese
原文音譯:¢ndrwp£reskoj 安特-而-哦普-阿雷士可士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:向上-歸回-觀看-取悅(者)
字義溯源:求寵於人,想去取悅於人,討人喜歡的;由(ἄνθρωπος)=人類)與(ἀρέσκω)*=合意)組成;而 (ἄνθρωπος)又由(ἀνήρ)*=人)與(ὠφέλιμος)X*=容貌)組成,其中 (ὠφέλιμος)X*出自(ὀπτάνομαι)*=注視)。保羅勸導作僕人的,不要只在眼前事奉,像是‘討人喜歡的’(ἀνθρωπάρεσκος)),乃要存心敬畏主( 弗6:6; 西3:22)。不妨用此來比較保羅在他自己事奉主的態度( 加1:10)。參讀 (ἀρέσκω)比較
出現次數:總共(2);弗(1);西(1)
譯字彙編:
1) 討人喜歡的(2) 弗6:6; 西3:22