κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
η (Α ἀνισότης) άνισοςέλλειψη ισότηταςνεοελλ.μτφ. αδικία, μεροληψία, άνιση κατανομή κοινωνικών δικαιωμάτων ή αγαθών.