μεροληψία

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218

Greek Monolingual

η
1. σύνταξη με το μέρος κάποιου, μεροληπτική στάση, έλλειψη αντικειμενικότητας στην κρίση για λόγους συμφέροντος
2. μονομέρεια, φανατισμός στις αντιλήψεις ή στις κρίσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μερολήπτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1803 στον Κ. Οικονόμο].