άνωση

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

η
1. η ώθηση με διεύθυνση από κάτω προς τα πάνω
2. η συνισταμένη κάθετη δύναμη που ασκείται σ' ένα σώμα από ένα ακίνητο υγρό μέσα στο οποίο το σώμα αυτό επιπλέει ή είναι βυθισμένο.