άνωση

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

η
1. η ώθηση με διεύθυνση από κάτω προς τα πάνω
2. η συνισταμένη κάθετη δύναμη που ασκείται σ' ένα σώμα από ένα ακίνητο υγρό μέσα στο οποίο το σώμα αυτό επιπλέει ή είναι βυθισμένο.