Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
ἀπαρύω κ. ἀπαρύτω (Α) [[[αρύω]] (-τω)]1. αποσύρω, αφαιρώ2. μτφ. α) αφαιρώ τη δύναμη κάποιουβ) εξαντλώ.