ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
ἀπανίστημι (Α) κ. ἀπανιστῶ (Μ)1. κάνω κάποιον να φύγει, διώχνω2. (απανίσταμαι) αφήνω μία χώρα, μεταναστεύω.