απανίστημι

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

ἀπανίστημι (Α) κ. ἀπανιστῶ (Μ)
1. κάνω κάποιον να φύγει, διώχνω
2. (απανίσταμαι) αφήνω μία χώρα, μεταναστεύω.