απλώστρα

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437

Greek Monolingual

η
1. τόπος ή κατασκευή όπου απλώνουμε καρπούς ή ρούχα για να στεγνώσουν
2. το σύνολο των καρπών ή ενδυμάτων που είναι απλωμένα για να στεγνώσουν
3. η γυναίκα που απλώνει τα ρούχα
4. εξάρτημα του υφαντικού ιστού με το οποίο απλώνεται, ξετυλίγεται το στημόνι.