εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
(-άω) (Μ ἀραθυμῶ -έω)1. είμαι νωθρός, τεμπελιάζω2. ξεκουράζομαι ξεχνώντας τις φροντίδεςνεοελλ.1. λιποθυμώ2. ανυπομονώ3. φοβάμαι.