ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same
ἀρκτῷος, -α, -ον (Α) άρκτος1. αυτός που ανήκει σε αρκούδα2. αρκτικός, βόρειος3. τά ἀρκτῷαοι αρκτικές περιοχές, ο Βορράς.